Επιστολές γνωστών ποιητών και πεζογράφων, ίσως και κριτικών, στον Τόλη Νικηφόρου και επιστολές του ίδιου κατά τον μισό σχεδόν αιώνα της λογοτεχνικής πορείας του ως τώρα. Ακόμη, αναγγελίες εκδηλώσεων, περιγραφές, ανέκδοτα, στιγμιότυπα, ό,τι μπορεί να ενδιαφέρει τον αναγνώστη της λογοτεχνίας κατά τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα.


Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2018

Η ιστορία ενός ποιήματος - Θέα απ' τη λεκάνη της ξενιτιάς




         Είναι ωραίο και συναρπαστικό να έχει ταξιδεύσει κανείς. Κι ακόμη σημαντικότερο να έχει ζήσει μερικά χρόνια σε ξένη χώρα. Ανακαλύπτει τον κόσμο, διευρύνονται οι ορίζοντές του, αποκομίζει χιλιάδες εντυπώσεις και εμπειρίες. Ωριμάζει. Ιδίως όμως καταλαβαίνει τι σημαίνει πατρίδα. Αν δεν έχει ζήσει κανείς σε ξένο τόπο, δεν μπορεί να νιώσει βαθιά μέσα στην καρδιά του το νόημα και την αξία της πατρίδας.
        Η πρώτη κατοικία μας στο Λονδίνο στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ήταν ένα τεράστιο δωμάτιο  Βικτωριανού μεγάρου κοντά στο κτίριο των βρετανικών αερογραμμών στο Δυτικό Λονδίνο. Μείναμε εκεί τρεις μήνες ανάμεσα σε ανθρώπους από κάθε ήπειρο, κάθε χώρα και φυλή. Σπάνια ανταλλάσσοντας έστω και μια κουβέντα στην είσοδο, στη σκάλα ή στους διαδρόμους με κάποιους Άγγλους επαρχιώτες, με τους αθλητικούς Αυστραλούς, τους αρειμάνιους Ινδούς Σικ, τους πιο ταπεινούς Ινδούς και Πακιστανούς, τους Λατινοαμερικάνους και τους Αφρικανούς και τους άλλους μυστηριώδεις συγκατοίκους μας.  
        Η δεύτερη και μονιμότερη κατοικία μας, όπου ζήσαμε δυόμιση χρόνια, ήταν μια σοφίτα αρκετά μακρύτερα από τα γραφεία της εταιρίας στην οποία εργαζόμασταν, και πάλι στο Δυτικό Λονδίνο. Η σοφίτα της Ιρλανδέζας σπιτονοικοκυράς μας, στον τρίτο όροφο του εργατόσπιτου, είχε δυο μικρούς χώρους, την κουζίνα που αποτελούσε και καθιστικό ή αντιστρόφως, και το υπνοδωμάτιο. Το πάτωμα ήταν στρωμένο με φθαρμένη λινάτσα, τα κρεβάτι έτριζε επικίνδυνα, το στρώμα ήταν χιλιομπαλωμένο, η ντουλάπα προκατακλυσμιαία σε χρώμα βαθύ καφέ. Σόμπα γκαζιού, ψυγείο γκαζιού, μετρητής γκαζιού στις σκάλες.
     Η εικόνα που βλέπαμε από το σπασμένο τζάμι του κοινόχρηστου μπάνιου στην πρώτη μας κατοικία και από το παράθυρο του νεροχύτη στη δεύτερη ήταν περίπου η ίδια. Γκρίζα, βουβή και απρόσωπη, μελαγχολική. Ξένη. Πήρα μαζί μου αυτή την εικόνα στην επιστροφή μου στην πατρίδα και τη θυμάμαι από τότε. Κι επειδή πρώτα σχηματίζεται και εδραιώνεται μια εικόνα στο μυαλό μου και μετά αποφασίζει το ποίημα να γεννηθεί μετατρέποντας την σε λέξεις, κάθισα χρόνια μετά και έγραψα:   



το κρύο μπαίνει
απ' το σπασμένο τζάμι
μπαίνει το μαυροπούλι 
με το ράμφος του
και το αχνό διάγραμμα
τριών σπιτιών
μπαίνει μια λυγερή αφρικάνα
με τις αυθάδικες γροθιές
για στήθια
μπαίνουν γλάστρες
κίτρινες, πορτοκαλιές
κάποιος που πινει 
απένταντι καφέ
σκυφτός και μόνος

το κρύο μπαίνει
γκρίζο απ' το σπασμένο τζάμι
μπαίνει σκυφτό και μόνο
η μουσική ακούγεται
σαν να 'ναι λάθος
οι στροφές του δίσκου


  
Μπορεί να μην υπάρχουν πλέον δίσκοι και πικ-απ, να μην υπάρχει, επιφανειακά τουλάχιστον, εκείνο το Λονδίνο  που γνωρίσαμε πριν τόσα χρόνια. Μπορεί ακόμη να ήταν κάπως διαφορετικές οι εντυπώσεις μου αν είχαμε ζήσει από την αρχή σε πιο άνετα σπίτια, όπως το τρίτο στο βορειοανατολικό Λονδίνο ή το τέταρτο σε μια μικρή πόλη προς βορρά. Δεν νομίζω όμως ότι τίποτα θα άλλαζε ουσιαστικά. Και πάλι το κρύο θα έμπαινε σκυφτό και μόνο και πάλι θα ήταν λάθος οι στροφές του δίσκου. Παραφωνία. Τα υπόλοιπα δεν έχουν σημασία. Σημασία έχει η πατρίδα στις πλήρεις διαστάσεις της. Εκεί που ανήκει κανείς από τα πρώτα παιδικά του χρόνια κι εκεί που γύρισα κι εγώ να ζήσω, να γράψω τα βιβλία μου και να πεθάνω.