Επιστολές γνωστών ποιητών και πεζογράφων, ίσως και κριτικών, στον Τόλη Νικηφόρου και επιστολές του ίδιου κατά τον μισό σχεδόν αιώνα της λογοτεχνικής πορείας του ως τώρα. Ακόμη, αναγγελίες εκδηλώσεων, περιγραφές, ανέκδοτα, στιγμιότυπα, ό,τι μπορεί να ενδιαφέρει τον αναγνώστη της λογοτεχνίας κατά τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα.


Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014

Οι ιδανικές διακοπές του Τόλη Νικηφόρου

Όλο το χειμώνα τις ονειρευόμαστε, τις σχεδιάζουμε για να βάλουμε μια δόση ήλιο στην χειμερινή κατήφεια. Και τώρα βρισκόμαστε όλοι στη γραμμή εκκίνησης και μετράμε τις μέρες μέχρι τη στιγμή που κάποιο καράβι, κάποιο αεροπλάνο, κάποιο αυτοκίνητο θα μας μεταφέρει στη χώρα τη ξενοιασιάς και της χαλάρωσης, με όλο το χρόνο δικό μας. Ποιες είναι οι ιδανικές διακοπές για τον καθένα από μας είναι μια τελείως προσωπική υπόθεση. Τέσσερις Θεσσαλονικείς συγγραφείς ο Ισίδωρος Ζγουρός, ο Σάκης Σερέφας, ο Τόλης Νικηφόρου και ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης μας ξεναγούν στις προσωπικές τους επιλογές (Περιοδικό parallaxi, τεύχος 196, καλοκαίρι 2014).
 
 
Ιδανικές διακοπές του Τόλη Νικηφόρου
 
 Η σκηνή να έχει στηθεί σ’ ένα χωράφι δίπλα στον χωματόδρομο, πενήντα μέτρα απ’ την αμμουδιά. Τελευταία σε μια μακριά σειρά που αρχίζει λίγο μετά το ψαροχώρι και φτάνει ως τις παρυφές του ιδρύματος που υψώνεται στον μυχό του κόλπου. Να έχουμε κουβαλήσει εδώ με φορτηγό ολόκληρο νοικοκυριό. Κρεβάτια και ντουλάπες, τραπέζι και καρέκλες, κατσαρόλες, τηγάνια, πιάτα, όλα τα κλαμπατσίμπαλα και, φυσικά, λάμπες πετρελαίου για το βράδυ. Η μητέρα μου να μαγειρεύει και να ασχολείται με τη μικρή κι εγώ, εγώ να είμαι ελεύθερο πουλί. Να έχω επιτέλους αποφοιτήσει απ’ το Ανατόλια, να υποτίθεται ότι διαβάζω για τις εισαγωγικές εξετάσεις στο πανεπιστήμιο και ολημέρα να τριγυρίζω στην παραλία με τους συμμαθητές κι όλους τους άλλους. Το χαρτζιλίκι να μου φτάνει, να γυρίζω αργά στη σκηνή, να ξυπνάω αργά και να βαδίζω αργά, νωχελικά, για τον πρωινό μέτριο στο καφενεδάκι. Σφυρίζοντας κεφάτα μες στα χείλη κι ενώ από τις διπλανές σκηνές θα ξεπροβάλλουν κορίτσια ημίγυμνα μέσα στην κάψα του καλοκαιριού.
 
Να φυσάει ένα γλυκό αεράκι κάτω απ’ το υπόστεγο με τα καλάμια και τα χόρτα, η θάλασσα να ψιθυρίζει δίπλα, να ακούγονται τραγούδια απ’ το βραχνό μεγάφωνο. Με σορτάκι και το μαγιό από κάτω, γυμνό το στήθος και ξυπόλυτος, να βλέπω την Ευδοκία, τη Λευκή και τ’ άλλα καραβάκια να έρχονται, να αδειάζουν κόσμο στη σκάλα και να φεύγουν, να βλέπω φίλους να χαμογελάνε, να βλέπω πολύχρωμα φορέματα να ανεμίζουν. Να έχουμε όλη τη μέρα δική μας, όλη τη μέρα. Να παίζουμε τάβλι και χαρτιά, να παίζουμε ποδοσφαιράκι στο λούνα παρκ λίγο παρακάτω, βελάκια και σκοποβολή, να παίζουμε στην αμμουδιά. Ύστερα, ξαφνικά, κάποιος να κάνει μια βουτιά, να αφήνουμε το σορτάκι να πέσει στην άμμο και να ακολουθούμε οι άλλοι, το παιχνίδι να συνεχίζεται μέσα στη θάλασσα.
 
Να είναι εκεί και τα κορίτσια, τα κορίτσια οπωσδήποτε. Πεντέξι απ’ την ακριβώς μικρότερη τάξη να έχουν κατασκηνώσει κοντά στο καφενεδάκι. Να είναι πολύ πιο όμορφες τώρα το καλοκαίρι ή έτσι να μου φαίνονται εμένα. Ε, ναι, να έχει έρθει και η Σιμόνη. Με το σκουφάκι για το μπάνιο στα μαλλάκια, με τα στηθάκια της κι όλα τ’ άλλα, με το χαμόγελό της. Να καθυστερήσω κάπου ένα βράδυ και όταν γυρίσω να βρω όλη την παρέα ξαπλωμένη στην αμμουδιά κάτω απ’ το φεγγάρι, το κάθε αγόρι με το κεφάλι ακουμπισμένο στην αγκαλιά ενός κοριτσιού. «Για μένα αγκαλιά δεν έχει;» να ζηλέψω. «Κάτι θα γίνει και για σένα», να απαντήσει η Σιμόνη. Κι εγώ, μόλις αράξω, πιο πολύ στην άμμο, πιο λίγο στη ζεστή της αγκαλιά, να απλώσω χέρι.
 
Να είναι αυτές οι διακοπές μια διακοπή στην επέλαση του χρόνου, μια σύντομη επιστροφή στην εφηβεία. Τίποτα άλλο να μη σκέφτομαι, τίποτα άλλο να μην έχει σημασία. Όλη η ζωή μου να είναι αυτό το καλοκαίρι στην Αγία Τριάδα.
 
Κάποιο γραφείο τ’ ουρανού παρακαλώ να οργανώσει την απόδραση, για ένα μήνα έστω, μια βδομάδα. Για λίγα πρωινά με την παρέα, λίγα αξέχαστα βράδια στην αμμουδιά με τη Σιμόνη.
Για μια μυρωδιά, μια ηδονική γεύση ελευθερίας.