Επιστολές γνωστών ποιητών και πεζογράφων, ίσως και κριτικών, στον Τόλη Νικηφόρου και επιστολές του ίδιου κατά τον μισό σχεδόν αιώνα της λογοτεχνικής πορείας του ως τώρα. Ακόμη, αναγγελίες εκδηλώσεων, περιγραφές, ανέκδοτα, στιγμιότυπα, ό,τι μπορεί να ενδιαφέρει τον αναγνώστη της λογοτεχνίας κατά τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα.


Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

Θανάσης Κωσταβάρας : «..΄είναι προνόμιο της ποίησης να κυκλοφορεί από χέρι σε χέρι, σαν παράνομος τύπος»




Με τον σημαντικό ποιητή της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς Θανάση Κωσταβάρα (1927-2007) είχαμε επί μερικές δεκαετίες μια θερμή φιλία με ανταλλαγή βιβλίων και επιστολών και χωρίς να έχουμε συναντηθεί ποτέ. Συμβαίνουν αυτά στη ζωή και τώρα με το διαδίκτυο το καταλαβαίνουμε όλοι πολύ καλύτερα. Βρήκα λοιπόν στα αρχεία μου μια προ εικοσαετίας επιστολή του για την ποιητική συλλογή μου Το Διπλό Άλφα της Αγάπης, 1994 (οριστική συμφιλίωσή μου και ύμνος για τη γενέθλια πόλη μετά τις Ξένες Χώρες, 1991), επιστολή που πιστεύω ότι παρουσιάζει και γενικότερο ενδιαφέρον ως προς το ποιητικό φαινόμενο, και την προσθέτω, συγκινημένος και πάλι, στα Μυστικά και Ντοκουμέντα.   


Αθήνα 27-5-94


Αγαπητέ φίλε Τόλη Νικηφόρου,

        Είναι ωραίο, αγαπητέ φίλε και πάλι, να επικοινωνούν οι ποιητές και είναι προνόμιο, νομίζω, της ποίησης να κυκλοφορεί από χέρι σε χέρι, σαν παράνομος τύπος, έξω βεβαίως από εμπορικά και άλλα κυκλώματα, γιατί έτσι διατηρεί την αυθεντικότητά της, γι΄ αυτό σ' ευχαριστώ για το βιβλίο σου, που είχες την καλοσύνη να μου στείλεις.  
        Μιλώντας λοιπόν για τα ποιήματα, μιλώ για την αίσθηση ζωής που μας ωθεί να γράψουμε. Και αν δεν μπορώ να ανακαλύψω αυτήν ακριβώς την αίσθηση σε ό,τι διαβάζω (διαβάζουμε), τότε η ποίηση μού (μάς) φαίνεται άνευρη.
         Δεν υπάρχει αμφιβολία, αυτή την αίσθηση την βρήκα στο «Διπλό Άλφα της Αγάπης» που ενοποιεί τα ποιήματα της συλλογής, καθώς αποκτούν μια στέρεη ποιητική οπτική, αυτή που επικεντρώνεται με συγκινησιακή εμμονή στη Πατρίδα, στη γενέθλια πόλη. Γιατί καλά το συναισθάνθηκες, από κει αρχζουν και αξιώνονται όλα, από κει κανείς ορμώμενος δένει σ' έναν σφιχτό κύκλο την Αγάπη με τη φθορά και τον θάνατο, χωρίς να καταλήγει στο Μηδέν, αλλά στην αέναη συνέχεια.
        Όταν σωματοποιείται ποιητικά η Πατρίδα, η αγάπη αποκτά το μέγιστο νόημά της, γειώνεται για να αντλήσει έξαρση και δύναμη, επειδή η Πατρίδα μας έχει διαμορφώσει: μας εμπεριέχει και την περιέχουμε.
        Αυτή η σωματική συν-βίωση της γενέθλιας πόλεως, της οποίας ως αναγνώστης αισθάνομαι την εγκαυστικήν εγγύτητα, σφραγίζει την εντύπωση που αποκομίζει κανείς. Και η αλήθεια της Αγάπης, που δεν ανέχεται ρητορισμούς, απαιτεί έναν εσώτατο κραδασμό για να είναι πειστική κι αυτός ο κραδασμός ρυθμίζει τη μουσικότητα του λόγου και τον καταξιώνει. Επειδή μόνον η Ποίηση έχει το προνόμιο να διαπερνά ως μοναδικό βαθύ βλέμμα το πρόσωπο της αγάπης (όποιο όνομα κι αν έχει) και να το αντιτάσσει στον θάνατο.
       Πιστεύω πως αυτός ο κύκλος Αγάπη-Θάνατος-Πατρίδα, που μέσα του βρίσκει νόημα η Ύπαρξη, δεν τελειώνει για σένα, αφού κανείς, όσο αξιώνεται να εμβαθύνει, τόσο ανεξάντλητος γίνεται.
        Βλέπεις όταν πορεύεσαι στις Ξένες Χώρες, επιποθώντας την εξερεύνηση, αμείβεσαι από την Ποίηση με επικλήσεις που οδηγούν στη ταυτοποίηση με τη γενέθλια πόλη. Δηλαδή, με την πιο μεγάλη επιβεβαίωση ότι υπάρχεις ως Ποιητής.

                                                                                         Σε ευχαριστώ και  πάλι
                                                                                         Σε χαιρετώ με αγάπη
                                                                                         Θανάσης Κωσταβάρας

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014

Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Συνέδριο - Τα συγγραφικά δικαιώματα - 5 Δεκεμβρίου 1981

Θεωρώ ότι έχει ενδιαφέρον η σύντομη ομιλία μου στο συνέδριο αυτό στην αίθουσα της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης πριν 33 χρόνια. Ήταν μια εποχή ελπίδας για την αλλαγή στην πατρίδα μας. Ήταν μια εποχή αισιοδοξίας και αγώνα. Νέος λογοτέχνης εγώ τότε, είχα το θάρρος να μιλήσω ξεκάθαρα στους γνωστούς και καθιερωμένους συγγραφείς από την Αθήνα και την υπόλοιπη Ελλάδα. Το τι έγινε αυτή η ελπίδα, αυτά τα δικαιώματα και αυτές οι υποχρεώσεις είναι γνωστό σε όλους. 



Με μεγάλη χαρά άκουσα τις εξαιρετικά ενδιαφέρουσες εισηγήσεις, ανακοινώσεις, παρεμβάσεις τις τρεις αυτές μέρες του συνεδρίου μας. Όλες σχεδόν οι διεκδικήσεις που διατυπώθηκαν είναι σωστές και δίκαιες και τις συμμερίζομαι απόλυτα. Μου έκανε όμως εντύπωση το γεγονός ότι οι περισσότεροι ομιλητές κινήθηκαν σε προκαθορισμένα και στενά πλαίσια. Ακόμη, το γεγονός ότι ελάχιστα πράγματα αναφέρθηκαν για τις υποχρεώσεις των λογοτεχνών. 

Θα ήταν χρήσιμο και εποικοδομητικό να αναλογιστούμε όλοι τις δικές μας ευθύνες στην ιστορική στιγμή και στον χώρο που ζούμε. Τις δικές μας ευθύνες για την κατάσταση που με τόσο ζοφερά χρώματα περιγράψαμε. 

Υποστηρίζω ότι ο λογοτέχνης έχει χρέος να τονίσει, χωρίς μισόλογα και υπεκφυγές, πως ο βασικός υπεύθυνος για την κατάσταση του βιβλίου στη χώρα μας είναι η κυρίαρχη ιδεολογία και η σκοταδιστική πολιτική των εκφραστών της τα τελευταία πενήντα χρόνια. 

Υποστηρίζω ότι συνυπεύθυνοι είναι πολλοί λογοτέχνες με την αριστοκρατική και αποκλειστική στάση που τήρησαν στο έργο τους και στην πράξη της ζωής τους. 

Υποστηρίζω ότι πρέπει να στιγματιστούν το βόλεμα και η αδράνεια, η έλλειψη αγωνιστικότητας για την αλλαγή των απαράδεκτων κοινωνικών συνθηκών. 

Μέσα στην άγνοια και την αμάθεια και όταν διακυβεύεται η ίδια η ύπαρξη του ανθρώπου και του πολιτισμού του, ο ρόλος του λογοτέχνη είναι ένας ρόλος ανατρεπτικός. Τον ανατρεπτικό αυτό ρόλο εκπλήρωσε σε κάποιο βαθμό, έστω και χωρίς πρόθεσή του, ο ποιητής Γιώργος Βαφόπουλος, μιλώντας με εφηβικό πάθος για τις λαϊκές βιβλιοθήκες. Τον ανατρεπτικό αυτό ρόλο θα πρέπει να συνειδητοποιούμε κάθε πρωί όλοι μας, κοιτάζοντας με μια παρθενική ματιά τον κόσμο. Αυτό αποτελεί χρέος της τέχνης μας αλλά και την υπέρτατη δικαίωσή της. 

                                                                                                              Τόλης Νικηφόρου

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

΄«.... μια ποίηση απελπισμένη και γενναία ...»

Ψάχνοντας τα αρχεία μου, ανακάλυψα μια επιστολή του σημαντικού Πειραιώτη ποιητή της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, Στέλιου Γεράνη (1920-1993), για το ποιητικό βιβλίο μου «Ο μεθυσμένος ακροβάτης», 1979. Η ζεστασιά που εκπέμπει στην επιστολή αυτή ο Στέλιος Γεράνης, η διορατικότητα και οι σωστές, κατά τη γνώμη μου, επισημάνσεις του με κάνουν να τη θέσω υπόψη σας απόψε στο ιστολόγιό μου. Όταν μάλιστα ένας ώριμος και ήδη καταξιωμένος ποιητής εκφράζει τη γνώμη του για ένα από τα πρώτα βιβλία ενός ποιητή της επόμενης γενιάς. Και όταν, ΄35 χρόνια αργότερα, η επιστολή αυτή, υπόδειγμα λιτότητας και ουσίας, φαίνεται σαν να είχε γραφτεί χτες.


Πειραιάς, 18-8-1979

Φίλε κ. Νικηφόρου,

       Στον «μεθυσμένο ακροβάτη» σου,  βρίσκω μια ποίηση χωρίς λυρικές καταχρήσεις, απελπισμένη και γενναία, ποίηση που κατορθώνει να είναι και να σημαίνει, σε νόμιμη διάσταση με τις απόψεις των σουρρεαλιστών και συγκεκριμένα του Ρενέ Σαρ, που μας λέει : «η ποίηση δεν πρέπει να σημαίνει αλλά να είναι».Και όποιος  - όπως εσύ -  κατορθώνει να γράφει ποίηση που να είναι και να σημαίνει, είναι νομίζω καλύτερα οπλισμένος, με τους στίχους παρά πόδα, που σκοπεύουν στο κέντρο της εποχής μας, χωρίς να χάνουν τίποτα από την ιδιαίτερη εκείνη μαγεία, που επιδιώκει η μοντέρνα ποίηση.

      Η δική σου ποίηση έχει δυο κέντρα εξακοντισμού. Το ένα βρίσκεται στο ποίημα «Ελλάδα "79» και το άλλο στο «Τραγούδι του έρωτα». Τα υπόλοιπα εντάσσονται και συμπληρώνουν λεπτομέρειες γύρω από τις δύο αυτές κεντρικές εστίες. Από την απόγνωση, την απελπισία, την οργή, το σαρκασμό, περνάς σε άλλες λυρικές εκρήξεις του ποιητικού σου πάθους. Κι έτσι μπορείς κάποτε να τολμήσεις να πεις : «Το άπειρο μιλάει με τη φωνή μου» (σελ. 26). Νομίζω πως το λυρικό σου διϋλιστήριο δουλεύει καλά. Οι καθαρές ανθρώπινες ουσίες στιλβώνονται και οι ακάθαρτες, αν δεν αποβάλλουν τη νοθεία τους, μας κινούν να αποφύγουμε τις επικίνδυνες μολύνσεις.

                                                                                           Χαιρετισμός φιλίας
                                                                                           Στέλιος Γεράνης
           

Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014

Οι ιδανικές διακοπές του Τόλη Νικηφόρου

Όλο το χειμώνα τις ονειρευόμαστε, τις σχεδιάζουμε για να βάλουμε μια δόση ήλιο στην χειμερινή κατήφεια. Και τώρα βρισκόμαστε όλοι στη γραμμή εκκίνησης και μετράμε τις μέρες μέχρι τη στιγμή που κάποιο καράβι, κάποιο αεροπλάνο, κάποιο αυτοκίνητο θα μας μεταφέρει στη χώρα τη ξενοιασιάς και της χαλάρωσης, με όλο το χρόνο δικό μας. Ποιες είναι οι ιδανικές διακοπές για τον καθένα από μας είναι μια τελείως προσωπική υπόθεση. Τέσσερις Θεσσαλονικείς συγγραφείς ο Ισίδωρος Ζγουρός, ο Σάκης Σερέφας, ο Τόλης Νικηφόρου και ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης μας ξεναγούν στις προσωπικές τους επιλογές (Περιοδικό parallaxi, τεύχος 196, καλοκαίρι 2014).
 
 
Ιδανικές διακοπές του Τόλη Νικηφόρου
 
 Η σκηνή να έχει στηθεί σ’ ένα χωράφι δίπλα στον χωματόδρομο, πενήντα μέτρα απ’ την αμμουδιά. Τελευταία σε μια μακριά σειρά που αρχίζει λίγο μετά το ψαροχώρι και φτάνει ως τις παρυφές του ιδρύματος που υψώνεται στον μυχό του κόλπου. Να έχουμε κουβαλήσει εδώ με φορτηγό ολόκληρο νοικοκυριό. Κρεβάτια και ντουλάπες, τραπέζι και καρέκλες, κατσαρόλες, τηγάνια, πιάτα, όλα τα κλαμπατσίμπαλα και, φυσικά, λάμπες πετρελαίου για το βράδυ. Η μητέρα μου να μαγειρεύει και να ασχολείται με τη μικρή κι εγώ, εγώ να είμαι ελεύθερο πουλί. Να έχω επιτέλους αποφοιτήσει απ’ το Ανατόλια, να υποτίθεται ότι διαβάζω για τις εισαγωγικές εξετάσεις στο πανεπιστήμιο και ολημέρα να τριγυρίζω στην παραλία με τους συμμαθητές κι όλους τους άλλους. Το χαρτζιλίκι να μου φτάνει, να γυρίζω αργά στη σκηνή, να ξυπνάω αργά και να βαδίζω αργά, νωχελικά, για τον πρωινό μέτριο στο καφενεδάκι. Σφυρίζοντας κεφάτα μες στα χείλη κι ενώ από τις διπλανές σκηνές θα ξεπροβάλλουν κορίτσια ημίγυμνα μέσα στην κάψα του καλοκαιριού.
 
Να φυσάει ένα γλυκό αεράκι κάτω απ’ το υπόστεγο με τα καλάμια και τα χόρτα, η θάλασσα να ψιθυρίζει δίπλα, να ακούγονται τραγούδια απ’ το βραχνό μεγάφωνο. Με σορτάκι και το μαγιό από κάτω, γυμνό το στήθος και ξυπόλυτος, να βλέπω την Ευδοκία, τη Λευκή και τ’ άλλα καραβάκια να έρχονται, να αδειάζουν κόσμο στη σκάλα και να φεύγουν, να βλέπω φίλους να χαμογελάνε, να βλέπω πολύχρωμα φορέματα να ανεμίζουν. Να έχουμε όλη τη μέρα δική μας, όλη τη μέρα. Να παίζουμε τάβλι και χαρτιά, να παίζουμε ποδοσφαιράκι στο λούνα παρκ λίγο παρακάτω, βελάκια και σκοποβολή, να παίζουμε στην αμμουδιά. Ύστερα, ξαφνικά, κάποιος να κάνει μια βουτιά, να αφήνουμε το σορτάκι να πέσει στην άμμο και να ακολουθούμε οι άλλοι, το παιχνίδι να συνεχίζεται μέσα στη θάλασσα.
 
Να είναι εκεί και τα κορίτσια, τα κορίτσια οπωσδήποτε. Πεντέξι απ’ την ακριβώς μικρότερη τάξη να έχουν κατασκηνώσει κοντά στο καφενεδάκι. Να είναι πολύ πιο όμορφες τώρα το καλοκαίρι ή έτσι να μου φαίνονται εμένα. Ε, ναι, να έχει έρθει και η Σιμόνη. Με το σκουφάκι για το μπάνιο στα μαλλάκια, με τα στηθάκια της κι όλα τ’ άλλα, με το χαμόγελό της. Να καθυστερήσω κάπου ένα βράδυ και όταν γυρίσω να βρω όλη την παρέα ξαπλωμένη στην αμμουδιά κάτω απ’ το φεγγάρι, το κάθε αγόρι με το κεφάλι ακουμπισμένο στην αγκαλιά ενός κοριτσιού. «Για μένα αγκαλιά δεν έχει;» να ζηλέψω. «Κάτι θα γίνει και για σένα», να απαντήσει η Σιμόνη. Κι εγώ, μόλις αράξω, πιο πολύ στην άμμο, πιο λίγο στη ζεστή της αγκαλιά, να απλώσω χέρι.
 
Να είναι αυτές οι διακοπές μια διακοπή στην επέλαση του χρόνου, μια σύντομη επιστροφή στην εφηβεία. Τίποτα άλλο να μη σκέφτομαι, τίποτα άλλο να μην έχει σημασία. Όλη η ζωή μου να είναι αυτό το καλοκαίρι στην Αγία Τριάδα.
 
Κάποιο γραφείο τ’ ουρανού παρακαλώ να οργανώσει την απόδραση, για ένα μήνα έστω, μια βδομάδα. Για λίγα πρωινά με την παρέα, λίγα αξέχαστα βράδια στην αμμουδιά με τη Σιμόνη.
Για μια μυρωδιά, μια ηδονική γεύση ελευθερίας.
 

Σάββατο 9 Αυγούστου 2014

Η ιδανική μέρα του Τόλη Νικηφόρου

(Ραδιοφωνικός σταθμός 9.58 FM, Ειρήνη Μπέλλου (εκπομπή Βασίλη Πεκλάρη)
Τρίτη 3.03 (πριν 10-15 χρόνια) 12.00 - 12.30, διάρκεια 3' - 3΄30''

Η ιδανική μέρα για μένα θα ήταν μια μέρα χειμωνιάτικη με λιακάδα. Θα άφηνα τη Σοφία και τον Νίκο μέσα να κοιμούνται και θα έβγαινα χαράματα στο μπαλκόνι για καφέ. Απ' τον Χορτιάτη θα με θάμπωναν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου, η φλαμουριά από κάτω θα χάιδευε τον αέρα με τα φυλλαράκια της κι ένα γατί θα περπατούσε νωχελικά στα πλακάκια. Βγαίνοντας λίγο αργότερα στο προαύλιο, θα συναντούσα τα τρίδυμα από το διπλανό διαμέρισμα, δυο κοριτσάκια κι ένα αγοράκι, μέσα σε πολύχρωμα αδιάβροχα και ζεστούς σκούφους, κι εκείνα θα μου χαμογελούσαν.

Τότε με τρόπο μαγικό η Θεσσαλονίκη θα ξαναγύριζε σαράντα τόσα χρόνια πίσω, στις ράγες θα ακουγόταν το τραμάκι και θα ήταν πεντακάθαρη η θάλασσα και ο αέρας, θα ξαναγύριζαν όλοι όσοι αγάπησα και έχουν φύγει για πάντα, κι εγώ θα ξαναγύριζα στα εφηβικά μου χρόνια και στην παλιά μου γειτονιά, γωνία Αγνώστου Στρατιώτου και Μητσαίων. Και θα κατέβαιναν με αλαλαγμούς όλα τα παιδιά να παίξουμε με λαστιχένια μπάλα στο χώμα της Πλατείας Δικαστηρίων.

Το μεσημέρι θα ανέβαινα στο σπίτι καταϊδρωμένος και θα έπινα εφτά ποτήρια νερό από τη βρύση. Και θα καθόμασταν όλοι μαζί γύρω απ' το τραπέζι, οι χωρισμένοι μου γονείς. τα αδέρφια μου, η γιαγιά, οι παππούδες που ποτέ δεν γνώρισα, ο μικρασιάτης και ο θρακιώτης. Κι απ' το ραδιόφωνο θα ακούγαμε ότι κηρύχτηκε παγκόσμια ειρήνη, ότι διαλύονται οι στρατοί και καταστρέφονται τα όπλα.

Το βραδάκι θα κατεβαίναμε με την παρέα για σινεμά σ' ένα από τα πεντέξι θερινά της Πλατείας Αριστοτέλους. Θα παίρναμε σπόρια, θα βλέπαμε στις εισόδους τις φωτογραφίες και μάλλον θα προτιμούσαμε τον Ζέφυρο. Μετά το έργο, θα τρώγαμε λουκουμάδες με μέλι στα τραπεζάκια δίπλα στο παρκάκι. Και ξαφνικά, από μια γωνιά, θα πρόβαλλε, δειλά χαμογελώντας,η πρώτη μου αγάπη.

Κι όταν αργά το βράδυ θα με σκέπαζε η μητέρα κι εγώ θα έπεφτα για έναν ύπνο ελαφρύ σαν πούπουλο, θα ονειρευόμουν πως εξορίστηκαν για πάντα ο πόνος και ο θάνατος σε κάποιο μακρινό ακατοίκητο πλανήτη. Κι όταν ξυπνούσα το άλλο πρωί, θα έψαχνα να βεβαιωθώ ότι η Σοφία και ο Νίκος είναι παντα εκεί.

Αυτή θα ήταν η ιδανική μέρα για μένα. Αν την ονομάσετε ουτοπία, δεν θα έχετε άδικο. Από την ουτοπία δεν πηγάζουν τα πιο ωραία ποιήματα;
 

Κυριακή 6 Απριλίου 2014

Τα εξώφυλλα των βιβλίων μου - Μια παράλληλη περιπέτεια



Συνειδητοποίησα ξαφνικά ότι, παράλληλα με την περιπέτεια της γραφής 31 βιβλίων ποίησης και πεζογραφίας από το 1966 ως σήμερα (από το μεγάλο ποίημα, Οι άταφοι, του 1966 ως τη συλλογή ποιημάτων, Φωτεινά παράθυρα, που εκδίδεται αυτές τις μέρες), δεν θα πρέπει να αγνοηθεί και η περιπέτεια των εξωφύλλων τους. Πέρασαν κι αυτά από «χίλια μύρια κύματα», άλλοτε από διάφορες δικές μου ψυχικές καταστάσεις, άλλοτε από τις προθέσεις και διαθέσεις του εκάστοτε εκδότη και άλλοτε από παράξενες ή και συγκλονιστικές περιστάσεις.

Με μια γρήγορη απογραφή λοιπόν, διαπίστωσα ότι 18 βιβλία μου έχουν στα εξώφυλλά τους πίνακες 11 ζωγράφων, 9 Ελλήνων και 2 ξένων. Πέντε (5) του Γιάννη Φαφούτη, τρεις (3) του Δημήτρη Στεβή, δύο (2) του Ντίνου Παπασπύρου, και από ένα (1) των Σ. Κωνσταντινίδη, Βασίλη Ιωαννίδη, Piet Mondrian, Σαράντη Καραβούζη, Γιούλικας Λακερίδου, Θόδωρου Παπαγιάννη, Juan Gris, και ενός άγνωστου συνεργάτη των εκδόσεων Α.Σ.Ε.Π. (μία από τις περιπέτειες κι αυτό).

Τα εξώφυλλα δέκα (10) άλλων βιβλίων μου, συνήθως ποιητικών συλλογών, είναι εντελώς λιτά με τον τίτλο τους και το όνομά μου μόνο και σπανίως ένα κόσμημα, ένα φέρει σχέδιο του φίλου μου αρχιτέκτονα Γιώργου Κύρου, ένα άλλο το παραπεμπτικό βούλευμα του πατέρα της Σοφίας κατά τον Εμφύλιο, που «ονειροπολούσε ... εγκλήματα κατά των φιλησύχων πολιτών !!» και ένα τελευταίο το περίφημο τηλεγράφημα της Σοφίας με το δικό της «σ' αγαπώ» και το «ελογοκρίθη» του αρμοδίου με τη μονογραφή του κατά την περίοδο της δικτατορίας.

Ο παιδικός μου φίλος Γιάννης Φαφούτης είχε ζωγραφίσει τους λιτούς και εμπνευσμένους πίνακες του ειδικά για πέντε βιβλία μου κατά την πρώτη περίοδο της λογοτεχνικής μου εργασίας, ενώ και ο Δημήτρης Στεβής της Νεφέλης είχε ειδικά σχεδιάσει τα εξώφυλλα τριών βιβλίων μου.Μπορώ να πω ότι και η επιλογή των άλλων έργων ζωγραφικής, με ιδιαίτερη μνεία στον παλιό συμμαθητή και φίλο μου Ντίνο Παπασπύρου, ήταν επιτυχημένη και μέσα στο πνεύμα των βιβλίων.

Ομολογώ ότι είναι ένα συναρπαστικό θέαμα για μένα να βλέπω, σε κάποιο αφιέρωμα στη λογοτεχνική μου εργασία, απλωμένα  σε ένα τραπέζι ή εμφανώς σε μερικά ράφια τρεις δεκάδες βιβλία μου με την ποικιλία και την πολυχρωμία των εξωφύλλων τους. Η αξία του περιεχομένου είναι βέβαια καθοριστική αλλά έχει και η εμφάνιση του βιβλίου τη σημασία της. Είναι μια πρώτη γεύση, ένα άρωμα, μια αίσθηση.

Δεν μένει παρά να περιμένουμε εσείς κι εγώ την πολύτιμη συνεργασία της Τζούλιας Φορτούνη που θα αναρτήσει ένα βίντεο ή κάποια σύνθεση από τα ίδια τα εξώφυλλα των βιβλίων μου.

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014

Η ώρα της δημιουργίας


Ήταν κοντά σούρουπο. Την ώρα που γέρνει η μέρα αποκαμωμένη στης νύχτας την αγκαλιά. Η φθινοπωριάτικη γλύκα ήταν διάχυτη στο μελαγχολικό τοπίο που που ψηλά, μέσα από τα τζάμια του ατελιέ,.έβλεπε ο ζωγράφος. Ο γκριζόμαυρος καπνός που μπερδευόταν με τα αριά συννεφάκια, το κίτιρνο των φύλλων και η πλατίνα τ' ουρανού, όλα αυτά του χάιδευαν την ψυχή, τον έκαναν να νιώθη μια ανεξήγητη ζεστασιά στο κρύο περιβάλλον της σοφίτας. Κι αυτός ο ήλιος που 'γερνε πέρα μαικριά και που θαρρείς πως πριν σβήση, το πάντα να κάψη ήθελε, άφησε μιαν αχτίδα απ'το στερνό του φως να πέση πάνω στα τζάμια, να φωτίση ένα δωμάτιο ακατάστατο, φανερά μποέμικο και φτωχικό, εγκάρδιο όμως.

Αναστέναξε, γύρισε μπροστά σ' ένα μουσαμά, βούτηξε το πινέλο στη γεμάτη χρώματα παλέτα και στάθηκε με το χέρι βαρύ. Άγνωστος στους πολλούς ο ζωγράφος. Νέος πολύ, ανώριμος, είχα χαθή μέσα στους τόσους και τόσους άλλους ...

Καθάρια σαν κρύσταλλο η ζωή του ως τότε. Ένα ζωηρό ρυάκι π' απ'΄τα νερά του ποταμού ξέκοψε, δεν έσβησε όμως ακόμα και δεν στέρεψε. Και νόμισε για μια στιγμή πως -ναι!- ήταν ικανός να δημιουργήσει κάτι που θα τον άφηνε για πάντα φλόγινη ανάμνηση στα Ηλύσια της Τέχνης. Άλλη φιλοδοξία δεν είχε. Αναστατωνόταν στην ιδέα πως η λήθη μπορούσε να είναι το τέρμα του δρόμου του. Βαθιά σκεφτικός τώρα, μ' ανίκανο το χέρι να δημιουργήση, να δώση ζωή σ' ό,τι αισθανόταν. Η φύση, τόσο πρόσφορη σε όσους νιώθουν, τού 'στελνε τα μηνύματά της, μα εκείνος ήταν αδύνατον να τα συλλάβη... Η γλυκειά ομορφιά της τον συγκινούσε αλλά δεν τον ηλέκτριζε. Η απαλή της μουσική δεν μιλούσε στην ύπαρξή του ολόκληρη κι ούτε επιδρούσε πάνω του με την κοσμογονική εκείνη δύναμη που δημιουργεί τα αριστουργήματα. Ο ζωγράφος, αν και στη στέρηση ζούσε, δεν είχε αισθανθεί πόνο βαθύ, συθέμελο, κι ούτε χαρά απροσμέτρητη, δυνάμεις υπέρτατες, που θα μπορούσαν να τον οδηγήσουν στου ταλέντου του την τελείωση και στην απόδοση εκείνου που 'ταν κρυμμένο μέσα του, στην ανθρώπινη δημιουργία κάτι αθάνατου.

Βράδιασε πια. Στη συνοικία που 'μενε τη μακρινή, οι θόρυβοι από μακριά μισοσβησμένοι. Μια γρίλια απέναντι φωτίστηκε, μια μελωδία δυνατή κι από παλμό ξέχειλη ακούστηκε. Ποιος της ψυχής τη φλόγα με νότες ξεχύνει; Ποιος της καρδιάς το πάθος πάει με τη μουσική να σβήση; Ένας χείμαρρος πλημμύρισε τον νέο, αναμνήσεις απόκρυφες, μ' αξέχαστες για πάντα. Κι όσο πιο ορμητική κι αιθέρια γινόταν η μουσική, τόσο ξυπνούσαν μέσα του αισθήματα άγνωστα ως τότε, μια συγκίνηση υπέρτατη, ανάκατη με μια υπερκόσμια δύναμη, που κοιμισμένη μέσα του ως τότε λες και περίμενε να ξυπνήσει ...

Μ' ένα πλούσιο κρεσέντο ξεσπά ξάφνου όλο το πάθος του μουσικού που διαπερνά του ζωγράφου την ψυχή και τη φλογίζη και, σαν σβήνει, τον αφήνει σε μια αναστάτωση που πρώτη φορά την ένιωθε.
Ποιος είπε πως η μουσική είναι κομμάτι απ' την ψυχή την ίδια; Πως ο ζωγράφος έχει ψυχή μουσικού κι ο μουσικός ζωγράφου;

Έμειν' εκστατικός για μια στιγμή μονάχα, λες κι ήθελε να αδράξη το μεγαλείο της σιγής, που 'χε απλωθεί παντού. Στάθηκε για λίγο μ' απλανές το βλέμμα, λες και φωτιζόταν το είναι του ολάκερο μ' ένα φως πρωτόγονο και ανέσπερο. Ήταν απόκοσμη η στιγμή πέρα για πέρα κι όμως αλάθητα στην ψυχή του μιλούσε.

Έτρεξε στο στημένο καβαλέτο και συνεπαρμένος άρχισε να ζωγραφίζει. Τι; Ούτε κι αυτός ήξερε. Το χλομό φως του φεγγαριού που τον φώτιζε με με χρυσαφένιες ανταύγειες τον έδειξε ξάφνου μεγάλο,  πελώριο. Τα χείλη σφιγμένα, η όψη του ολόκληρη αποφασιστική. Έφτασε η ώρα της δημιουργίας.

Μεγαλόπνοο θα λάμψει το ταλέντο σου πια. Τώρα που ξύπνησε η ψυχή σου, ζωγράφισε, ζωγράφισε κι η αθανασία θα σ' αγκαλιάση για πάντα μέσα στις θεϊκές φτερούγες της.

Το αχνό φως της αυγής, καθώς έλειωνε της νύχτας τα σκοτάδια, γέμιζε τα πάντα με ροδόφυλλα. Κι αυτός δούλευε ακόμη, δούλευε σαν μανιακός. Δεν τολμά να κοιτάξη το έργο του στης μέρας το φως. Ας είναι, δεν πειράζει. Είναι η χαραυγή. Τώρα θα ζήσης για τον εαυτό σου,  για τους άλλους, για τον κόσμο ολόκληρο. Το φως που σου΄'δωσε την έμπνευση θα γίνει φως αλλιώτικο και θα ζεστάνη και των άλλων τις καρδιές. Μη δακρύζεις! Κι ας είναι τ' όραμα που φεγγοβολά τόσο λαμπερό! Μην κλαις! Κι ας είναι από χαρά κι απ' την ελπίδα του μεγαλείου.

Αστράφτει κι ακτινοβολεί μ' ένα φως εκτυφλωτικό ο ήλιος ο πρωινός. Κι όλα τριγύρω λες και ξεχύνουν το ίδιο φως. Μα στου νέου τα μάτια λάμπει μια λάμψη αλλιώτικη! Η λάμψη της δημιουργίας.

                                                                                                                            Τόλης Νικηφόρου
                                                                                                                             έκτη κλασσικού  

YΓ. Έγραψα το διήγημα αυτό με ξαφνική έμπνευση σε ηλικία 18 ετών, μόνος ένα βράδυ στο σαλόνι του σπιτιού της Αγνώστου Στρατιώτου 4 στη Θεσσαλονίκη. Στην αντιγραφή τώρα τήρησα την ορθογραφία της εποχής. Στο διήγημα απονεμήθηκε το πρώτο βραβείο στον ετήσιο διαγωνισμό του Κολλεγίου Ανατόλια και το διήγημα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Anatolian 1957 με ένα σχέδιο του ζωγράφου Νίκου Παραλή.  

Σας το εμπιστεύομαι τώρα σαν κάτι πολύτιμο για μένα. Κάτι που έδειχνε ξεκάθαρα τον δρόμο που θα έπαιρνε η ζωή μου.
   

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014

«κι όσο πλησίαζες ήσουν εσύ» - η ερωτική ιστορία ενός ποιήματος

(πίνακας: Ντίνος Παπασπύρου)

Πολλά από τα ποιήματά μου δεν είναι απλές εμπνεύσεις της στιγμής, έχουν τη δική τους ιστορία. Μια ιστορία συχνά ερωτική και σχεδόν πάντα λυπημένη, αφού εγώ δεν ξέρω χαρούμενες ιστορίες. Δεν ξέρω καν αν υπάρχουν χαρούμενα ποιήματα.

Όπως λοιπόν «το ποίημα επιλέγει τον δικό του χρόνο για να γεννηθεί», έτσι επιλέγει και τον χρόνο που η ιστορία του θα αναδυθεί στην επιφάνεια. Για λόγους μυστικούς και ανεξιχνίαστους. Με εμένα βέβαια ως αφηγητή, αναπόφευκτα εμένα. Και με λίγα λόγια. Παρόλο που θα μπορούσε να γραφτεί ένα μεγάλο διήγημα ή ακόμη και μυθιστόρημα.

Η Σιμόνη ήταν ο εφηβικός μου έρωτας. Ο έρωτας στα 18 μας χρόνια. Εγώ είχα μόλις αποφοιτήσει από το γυμνάσιο και εκείνη θα πήγαινε στην έκτη τάξη. Ένας έρωτας που άρχισε στις αμμουδιές της Αγίας Τριάδας το καλοκαίρι του 1957 και συνεχίστηκε επί σχεδόν δύόμιση χρόνια στα πάρκα, στη νέα παραλία, στις ερημιές της Θεσσαλονίκης.

Την αγαπούσα τη Σιμόνη. Με όλο το πάθος, με όλη την απελπισία, με όλη την αδεξιότητα της ηλικίας μου. Είμασταν όμως και οι δύο πολύ νέοι, σχεδόν παιδιά, η κοινωνία ήταν συντηρητική και οι οικογένειες αυστηρές, οι συνθήκες δύσκολες και το μέλλον εντελώς αβέβαιο. Έτσι αναγκάστηκα να διακόψω την αναβολή΄λόγω σπουδών για να υπηρετήσω τη θητεία μου στον στρατό.

Τους πρώτους μήνες τα γράμματα της Σιμόνης ήταν σχεδόν καθημερινά και φλογερά, με τον καιρό όμως αραίωσαν και έγιναν κάπως τυπικά. Ιδίως όταν εγώ περνούσα τη σκληρή εκπαίδευση στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού στο Ηράκλειο. Κάτι λοιπόν μου έγραψε εκείνη για χορούς και διασκεδάσεις, κάτι της απάντησα εγώ εκνευρισμένος από τα καψόνια της σχολής, το αποτέλεσμα ήταν να χωρίσουμε δι' αλληλογραφίας. Όσο απίστευτο κι αν φαίνεται.

Όταν γύρισα στη Θεσσαλονίκη, περίπου δυο χρόνια αργότερα, της έκανα ένα διστακτικό τηλεφώνημα, ουσιαστικά όμως δεν επιδίωξα να τη δω για να ξεκαθαρίσουμε την κατάσταση. Και ακολούθησαν όλα όσα φέρνει η ζωή.

Ακολούθησαν 40 χρόνια χωρίς ποτέ να συναντηθούμε. Αν και, με εξαίρεση τα πέντε δικά μου χρόνια στην Αθήνα και το Λονδίνο, ζούσαμε και οι δύο στο κέντρο της ίδιας πόλης. Κάποιος μου είπε ότι η Σιμόνη είχε παντρευτεί, ότι έκανε παιδιά. Είχα φυσικά κι εγώ παντρευτεί με τη Σοφία στο Λονδίνο.

Μια νύχτα λοιπόν, εντελώς απροειδοποίητα μετά 40 χρόνια, είδα τη Σιμόνη στ' όνειρό μου. Περπατούσαμε, λέει, στον δρόμο όπως παλιά κι είχα το χέρι μου περασμένο στους ώμους της όπως παλιά, και την αγαπούσα όπως παλιά. Ξύπνησα με μια φοβερή αίσθηση νοσταλγίας. Και κάθισα και της έγραψα το παρακάτω ποίημα.

κι όσο πλησίαζες ήσουν εσύ

δέντρα, αραιοί διαβάτες, παγωνιά,
και κάτω απ' τις κραυγές των γλάρων το ωδείο.
στο πάρκο της Ηλεκτρικής από νωρίς περίμενα
κοιτάζοντας προς τη μεριά της θάλασσας.
κάποτε φάνηκες
κι όσο πλησίαζες ήσουν εσύ
κι όσο πλησίαζες ήσουν εσύ
και μέσα στην ομίχλη μου χαμογελούσες.
στις μύτες στάθηκες να με φιλήσεις
κι ύστερα έφυγες
κι όσο χρόνο το χρόνο στο βάθος σβήνεις
τόσο πιο καθαρά λάμπεις στα μάτια μου
μέχρι που ξέρω πια με βεβαιότητα
πως είσαι δεκαοχτώ χρονώ
κάπου έξι μήνες πιο μικρή από μένα
πηγαίνεις στο παλιό ωδείο
σε λεν Σιμόνη
κι αγαπιόμαστε τρελά

Το ποίημα αυτό εντάχθηκε στη συλλογή Γαλάζιο βαθύ σαν αντίο, 1999. Λίγο αργότερα εκδόθηκε η συλλογή διηγημάτων μου Νόστος, 2000, για τα χρόνια του σχολείου. Έψαξα λοιπόν και βρήκα το τηλέφωνο της Σιμόνης και της τηλεφώνησα. Για να της στείλω το βιβλίο. Και για να ακούσω τη φωνή της. Ούτε η δική της είχε αλλάξει, ούτε η δική μου. Εγώ όμως θέλω να σε δω, της είπα. Κι εγώ θέλω να σε δω, απάντησε εκείνη.

Συναντηθήκαμε λοιπόν. Συναντηθήκαμε, ήπιαμε καφέ και θυμηθήκαμε τα παλιά. Συγκινηθήκαμε και οι δύο, ίσως δακρύσαμε. Για τα όνειρα της εφηβείας μας και για όσα δεν είχαν γίνει ποτέ πραγματικότητα. Εγώ πάντα σ' αγαπώ, της είπα τότε. Κι εγώ σ' αγαπώ, μου απάντησε, πώς θα μπορούσα να μην σ' αγαπώ.

Συναντηθήκαμε μερικές φορές ακόμη. Και είπαμε πολλά για τα παλιά και άλλα τόσα για τα καινούρια. Όπως δυο παλιοί αγαπημένοι. Με μια τρυφερότητα και μια νοσταλγία στα μάτια. Και η ζωή ξαναπήρε τον δρόμο της. Ίσως ο πιο ωραίος επίλογος στην ιστορία μας να ήταν αυτό που συνέβη στην Παγκόσμια Ημέρα της Ποίησης μερικά χρόνια αργότερα.

Ήταν μια ομαδική ποιητική εκδήλωση στην κατάμεστη Κεντρική Δημοτική Βιβλιοθήκη. Όταν ήρθε η σειρά μου, σηκώθηκα και διάβασα το «κι όσο πλησίαζες ήσουν εσύ». Κι όταν έφτασα στους στίχους «.. κι όσο χρόνο τον χρόνο στο βάθος σβήνεις, τόσο πιο καθαρά λάμπεις στα μάτια μου ...» ακούστηκε ένα μακρόσυρτο ααααααααχχχ από τους ακροατές στην αίθουσα και ακολούθησαν χειροκροτήματα.

Χειροκροτήματα ίσως για την αιώνια χαμένη αγάπη που παραμένει ζωντανή στις καρδιές όλων μας.