Επιστολές γνωστών ποιητών και πεζογράφων, ίσως και κριτικών, στον Τόλη Νικηφόρου και επιστολές του ίδιου κατά τον μισό σχεδόν αιώνα της λογοτεχνικής πορείας του ως τώρα. Ακόμη, αναγγελίες εκδηλώσεων, περιγραφές, ανέκδοτα, στιγμιότυπα, ό,τι μπορεί να ενδιαφέρει τον αναγνώστη της λογοτεχνίας κατά τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα.


Κυριακή 31 Μαρτίου 2013

Ο ποιητικός Λευκός Πύργος της Θεσσαλονίκης

Μανώλης Αναγνωστάκης (Θεσσαλονίκη, 10 Μαρτίου 1925 – Αθήνα, 23 Ιουνίου 2005)

Εφημερίδα Θεσσαλονίκη, 22 Ιανουαρίου 1976

«Ο Μ. Αναγνωστάκης θα μιλήσει στην Ιατρική

Ο Δημοκρατικός Αγώνας, Τμήμα Ιατρικής Α.Π.Θ. διοργανώνει πολιτιστική εκδήλωση αύριο στις 6 μ.μ. στο αμφιθέατρο του Ανατομείου. Ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης θα παρουσιάσει τους λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης Ανέστη Ευαγγέλου, Πρόδρομο Μάρκογλου και Τόλη Νικηφόρου».


Για τον Μανόλη Αναγνωστάκη, έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες ποιητές, έχουν γραφεί πολλά από πολλούς. Από αξιόλογους μελετητές της ποίησης, γραμματολόγους, ανθολόγους, κριτικούς, ποιητές, από απλούς αριστερούς και άλλους απλούς ανθρώπους. Το μόνο που μπορώ να κάνω εγώ εδώ είναι να καταθέσω τα της προσωπικής μας γνωριμίας. Αν και τα ποιήματά του και η τόσο γνωστή (από τα διάφορα αφιερώματα) πράξη της ζωής του είναι πιο εύγλωττα από οποιαδήποτε δική μου αφήγηση. 

Ο Μανόλης είχε χαρακτηριστεί ως ο Λευκός Πύργος της Θεσσαλονίκης. Κατ' άλλους, ο Λευκός Πύργος και το Εφταπύργιο μαζί. Κι αν η Θεσσαλονίκη θα μπορούσε να προσωποποιηθεί, φαντάζομαι ότι θα ήθελε να έχει τη φιγούρα του και τη μορφή του, το ήθος και την αγωνιστικότητά του και, τελικά, τη σιωπή του.

Και ως συγκλονιστική περιγραφή της πρόσφατης ιστορίας της, τα ποιήματά του. 


Πρώτα-πρώτα, ο Μανόλης ήταν παιδί της πυρίκαυστης καρδιάς της πόλης, της Πλατείας Δικαστηρίων, που τώρα ονομάζεται Πλατεία Αρχαίας Αγοράς.. Όπως ο Τηλέμαχος Αλαβέρας, ο Γιώργος Ιωάννου (λίγο πιο κει), ο Γιάννης Καρατζόγλου κι εγώ, και αρκετοί ακόμη. Τον γνώρισα το 1971, μόλις γύρισα από την Αγγλία. Είχε τότε, σε ηλικία 46 ετών, τη Βιβλιοθήκη, ένα προοδευτικό βιβλιοπωλείο στη Χρυσοστόμου Σμύρνης, μαζί με μερικά πολύ νέα παιδιά. Περνώντας από το βιβλιοπωλείο μια μέρα, άκουσα να τον φωνάζουν με το μικρό του όνομα και τον ρώτησα, «Είστε, ο Μανόλης Αναγνωστάκης;». Εκείνος μου είπε, «Όχι, όχι, είμαι ξάδελφός του», ενώ τα παιδιά χαμογελούσαν. Μου έδωσε όλες τις αναγκαίες πληροφορίες και, λίγες μέρες αργότερα, μου ζήτησε συγγνώμη και μου εξήγησε ότι δεν ήθελε να γίνεται πολύς λόγος για κείνον και τα ποιήματά του.



Από τότε με συμβούλευε και με βοηθούσε με κάθε ευκαιρία (εκείνος έμενε στην Π. Π. Γερμανού κι εγώ στη Ζεύξιδος, δηλαδή πολύ κοντά). Ένα παράδειγμα είναι η έκδοση της συλλογής διηγημάτων μου Αλμπατζάλ, 1971. Είχε τότε γραφεί μια μεγάλη ευνοϊκή κριτική με ψευδώνυμο στην εφημερίδα Ελληνικός Βορράς. Μια μέρα που περνούσα από τη Βιβλιοθήκη, ο Μανόλης με φώναξε και μου είπε: «Ο συνεργάτης Α. που σου έγραψε την κριτική είναι ο Τηλέμαχος Αλαβέρας, να του τηλεφωνήσεις και να τον ευχαριστήσεις».


Στη μεταπολίτευση, ήταν μέλος της επιτροπής πόλης της ανανεωτικής αριστεράς, συντόνιζε τις συνεργασίες των Θεσσαλονικέων ποιητών και πεζογράφων στην Αυγή και ήταν
για μερικά χρόνια ο καθοδηγητής μου στην κομματική οργάνωση καλλιτεχνών. Σαφέστατα αντιδογματικός, προσπαθούσε πάντοτε να περάσει μια διαφορετική αντίληψη για την τέχνη και τον πολιτισμό. Το 1976 λοιπόν ο Αναγνωστάκης παρουσίασε σε ένα κατάμεστο αμφιθέατρο του πανεπιστημίου δύο νέους ποιητές, τον Ανέστη Ευαγγέλου και τον Πρόδρομο Μάρκογλου και έναν νέο πεζογράφο, τον Τόλη Νικηφόρου.  Έγινε τότε και ένα χαριτωμένο περιστατικό. Ένας φοιτητής είπε «ο σεβαστός μας Μανόλης Αναγνωστάκης». Μόλις το άκουσε ο Μανόλης, πετάχτηκε επάνω και διαμαρτυρήθηκε: «Ποιος το είπε αυτό, ποιος το είπε αυτό; Όχι και σεβαστός, ρε παιδιά, στον ενικό να μου μιλάτε».

Εγώ πήρα άλλο ένα καλό μάθημα στην εκδήλωση αυτή. Ο Μανόλης με είχε προειδοποιήσει να διαβάσω ένα σύντομο διήγημα γιατί τα εκτεταμένα πεζά κείμενα δεν προσφέρονται για αναγνώσεις σε κοινό. Εγώ όμως επέμενα να διαβάσω ένα μάλλον μεγάλο «στρατευμένο» διήγημα. Το αποτέλεσμα ήταν, κάπου στη μέση της ανάγνωσης, να αρχίσουν οι φοιτητές να ανακάθονται, να σέρνουν τα πόδια τους και γενικά να κυριαρχεί ένας θόρυβος, μια δυσάρεστη αδημονία στην ατμόσφαιρα. Χειροκρότησαν βέβαια θερμά όταν τελείωσα, εγώ όμως είχα πάρει το μάθημά μου με τον σκληρό τρόπο.

Ο ακτινολόγος γιατρός Μανόλης Αναγνωστάκης, που κάποτε ένας φίλος του τού είχε πει «δεν ήξερα ότι γράφεις και ποιήματα», ήταν πανύψηλος, λίγο γυρτός, με χοντρά γυαλιά και παχύ μουστάκι, ψεύδιζε ελαφρά, ιδίως όταν ήταν θυμωμένος, είχε εκφραστικότατα μάτια και μια παιδική έκφραση στο πρόσωπο, πάντα έτοιμος για καλαμπούρι. Ήταν και γνωστός λάτρης του ποδοσφαίρου. 

Με την κάθοδο του στην Αθήνα το 1978, ο Μανόλης μάς έλειψε πολύ. Έχοντας εκφράσει με μοναδικό τρόπο την τραγική εποχή του, επέλεξε συνειδητά τα τελευταία χρόνια τη σιωπή. Μια σιωπή διαμαρτυρίας και αξιοπρέπειας, μια πράξη. «Όρθια η πράξη σαν αλεξικέραυνο», όπως είχε πει και ο ίδιος.

Τρίτη 19 Μαρτίου 2013

Καύσιμη ύλη πιο ισχυρή από τον πυρετό μου δεν υπάρχει




Κατεβήκαμε λοιπόν στην Αθήνα με τη Σοφία, επισκεφτήκαμε και γνωρίσαμε από κοντά τη Ρίτα Μπούμη και τον Νίκο Παπά. Ένα εγκάρδιο, φιλικό, τρυφερό, εμπνευσμένο, προοδευτικό και αγωνιστικό ποιητικό ζευγάρι. Δυο μεγάλα παιδιά όπως είναι όλοι οι γνήσιοι ποιητές. Τους γνωρίσαμε και διατηρήσαμε την επαφή τα επόμενα χρόνια. Με μία ακόμη συνάντηση στον σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης, με ανταλλαγή βιβλίων, με γράμματα, κάρτες και τηλεφωνήματα. Έως ότου πέθανε η Ρίτα το 1984 αλλά και αργότερα με τον Νίκο Παπά.
Νομίζω ότι το παρακάτω ποίημα - προμετωπίδα στη συλλογή της Η σκληρή αμαζόνα, 1964, εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την αγαπημένη μου Ρίτα Μπούμη Παπά.

Στον άκαρπο δρυμό των άστρων
που διασχίζει ο χρόνος οδοιπόρος
είμαι κι εγώ ένα τρίμμα φωτερό.
Κάθε αυγή, όταν κοιμάστε,
περνά έν' άτι αόρατο με μάτια υγρά
το ιππεύω και καλπάζω
όχι για ν' ανταμώσω κάποια νέα πόλη,
(οι πολιτείες όλες έξω απ' την πόρτα μου περνούν)
αλλά για κει που τρέφονται οι άνεμοι
και μεγαλώνουν.
Μην τρέχεις με τροχούς πάνω στην άσφαλτο
με κινητήρες στον αιθέρα
με στόχο να με προσπεράσεις.
Καύσιμη ύλη πιο ισχυρή
από τον πυρετό μου
δεν υπάρχει.

Τον Σεπτέμβιο του 1984 έτυχε να πεθάνουν και δύο ακόμη σπουδαίοι δημιουργοί. Έτσι λοιπόν στη συλλογή μου Ο πλοηγός του απείρου, 1986, τους αφιέρωσα το ακόλουθο ποίημα:

συντέλεια 1984

σεπτέμβρη μήνα αντήχησε
η μεγάλη καμπανιά στο μέταλλο του χρόνου
κόκκινη τέφρα εκσφενδονίστηκε στον ουρανό
που ορφάνεψε από τ' αστέρια του
και χαμηλώνει αγγίζοντας το χώμα

έρημος στέκομαι στη σκοτεινιά και συλλαβίζω
Ρίτα Μπούμη Παπά η φλόγα
Μάνος Κατράκης η φωνή
Γιλμάζ Γκιουνέυ το βλέμμα

πόσο ωραίο και μακρινό είναι το φως

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2013

Ο έπαινος ως πράξη εντιμότητας



                                                                                 Aθήνα, 11 Δεκεμβρίου 1971

Αγαπητέ μου, εξαίρετε νέε μου Φίλε, κ. Τόλη Νικηφόρου,

Χτες έλαβα το βιβλίο σας ΑΛΜΠΑΤΖΑΛ και σήμερα κιόλας σας γράφω. Πρώτη φορά sσυμβαίνει ένα τέτοιο στη ζωή μου. Να με αποσπάσει, δηλαδή, αμέσως ένα βιβλίο που λαβαίνω, και μάλιστα πεζογράφημα, από κάθε πνευματική μου εργασία και να με καρφώσει πάνω του δυόμιση συνεχείς ώρες.

Εγράψατε ένα θαυμάσιο βιβλίο, για το οποίο δε θα πρέπει κανένας να σας συγχαρεί, αλλά να σας ευχαριστήσει. Γιατί μέσα σ’ αυτό τον προθάλαμο του παραλογισμού στιμωχνόμαστε όλοι , περιμένοντας ν’ ανοίξει κάποια πόρτα. Οποιαδήποτε πόρτα. Μέσα σε λίγες σελίδες με στιγμιοτυπική ταχύτητα δίνετε ατόφιο και γυμνό το σφαδασμό της πραγματικότητας των ημερών μας, το μαύρο κίνδυνο της τρέλλας ή του πνιγμού σε μια θάλασσα που όσο την αποφεύγομε, τόσο μας κυνηγάει στους δρόμους, στο γραφείο, στο σπίτι. Παντού. Μια θάλασσα ύπουλη, παρίρροια βρώμικη, δύσοσμη, απειλητική.

Μέσα από ένα παραλογισμό ποιητή, που έχει φτάσει σε ανυπόφορη ένταση, παρουσιάζετε μ’ ένα τολμηρό φωτισμό  και μια κινηματογραφική, θα έλεγα ασπρόμαυρη διάταξη, τον άνθρωπο-άθυρμα, τον άνθρωπο-νευρόσπαστο, τον άνθρωπο-απόγνωση, τον άνθρωπο ρομπότ, τον άνθρωπο-αδιέξοδο, τον άνθρωπο-φόβο, τον άνθρωπο-καταδίκη, τον άνθρωπο-μοναξιά, σε διάφορες ώρες και φάσεις παροξυσμού, μέσα στον οποίο κυριαρχεί το ίδιο εποχιακό σκηνικό, με πρωταγωνιστή τον π ό ν ο, που παίζει αδιάκοπα στη σκηνή δίχως ν’ αποσυρθεί πίσω από τις κουίντες ούτε λεπτό.

Κι αυτό το δραματικό άνθρωπο μας τον δείχνετε εξακολουθητικά για ν’ αντιληφθούμε τον ξεπεσμό και το δράμα του, που είναι κοινό γι α κάθε σκεπτόμενο ιδιαίτερα και, επιπλέον, μας τον αντιπαραθέτετε, πότε με υπονοούμενους νυγμούς και πότε τσίτσιδο και γελοιοποιημένο, με τα ζώα τα άκακα,τα σκουλήκια, τα πονηρά ερπετά κι όλους τους «επιτυχημένους» της καταναλωτικής κοινωνίας, που ταξιδεύουν με υπερωκεάνιο, όταν εμείς ναυαγούμε γαντζωμένοι σε μια σαπιόβαρκα …

Αυτές οι θρυμματισμένες εικόνες σου με το σύγχρονο «πολιτισμό» (με προεξάρχουσες τις πολυπρισματικές και αστραπιαίες «Άγχος στο Δυτικό Λονδίνο», «Τρεις σε μια βάρκα» και «Κύκλος») με συγκλόνισαν. Αλλά και με ικανοποίησαν, γιατί εγώ η εξηνταπεντάρα, που δεν εννοώ να γεράσω και να ξεπεραστώ από την εποχή μου ενόσω ζω, βρέθηκα πλάι-πλάι με την αγωνία ενός νέου και, το κυριώτερο, τη λογοτεχνική του έκφραση. Έτσι κι εγώ, από το σωτήριο έτος 1967, γράφω μια εκτεταμένη πεζή και έμμετρη σύνθεση με ήρωα ένα παρανοϊκό πρίγκηπα. Αλλά αυτό είναι άλλο θέμα.

Σήμερα θέλω να σου εκφράσω τη χαρά μου. Δε μ’ αρέσει να κρύβω τον ενθουσιασμό μου, ούτε να καταπίνω τον καλό λόγο όταν μου 'ρχετε στο στόμα. Το θεωρώ κι ανέντιμο. Γι’ αυτό σπεύδω να σου γράψω.

Αν δεν κάνω λάθος – η μνήμη χαλάρωσε- κι άλλη φορά γραπτά σου μ’ έκαναν να σε προσέξω. Νομίζω στίχοι σου. Αυτό μου κάνει διπλή εντύπωση, γιατί σπάνια βρίσκω καιρό να γράψω για βιβλία που λαβαίνομε και που, ακόμα, τυχαίνει να μ’ αρέσουν.
Αν βρεθείτε καμιά φορά στην Αθήνα, περάσετε από το σπίτι να σας γνωρίσομε. Πρόσεξα και την αφιέρωση του βιβλίου, που μαρτυρεί αγάπη. Γι’ αυτό θα ήθελα να μοιράσετε μαζί της τους χαιρετισμούς μου και τη μητρική αγάπη μου.  
                                                                
                                                                                                   Ρίτα Μπούμη Παπά

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2013


Ρίτα Μπούμη-Παπά (1906-1984)
                                                                        Αθήνα, 25 Νοέμβρη 1966


Αγαπητέ μου Τόλη Νικηφόρου,

  Θα σ’ έλεγα «παιδί μου», γιατί σ’ αισθάνομαι νέο, γιατί θα ήθελα μ’ ένα μητρικό λόγο να πραϋνω την αγωνία σου. Μόλις διάβασα τη σύνθεσή σου «Οι  άταφοι» και, αναστατωμένη καθώς είμαι, πιάνω να σου γράψω.

Το βιβλίο σου, μικρό  στο σχήμα μα τεράστιο σ’ εκρηκτική ύλη, μου έφερε ξανά μπροστά μου την εικόνα του σημερινού κόσμου, τα γουρλωμένα μάτια της σκεπτόμενης νεότητας, που παρακολουθεί τον ξεπεσμό της αστικής κοινωνίας και το ξεπούλημα όλων των θεών της, πλην του «χρυσού». Με δριμύτητα ανατριχιαστική και τόλμη καταγγέλεις κι εκθέτεις την «πόλη», που διαλύεται, αποσυντίθεται και βρωμοκοπάει. Σ’ ένα οργισμένο μονολεκτικό παραλήρημα τη μαστιγώνεις δίχως έλεος, τη φτύνεις, την περιφρονείς με όλη τη δύναμη και το δίκιο της προδομένης σου νιότης.

Η κραυγή σου, εντούτοις, μοιάζει με του ναυαγού. Σωσίβιο δεν βρίσκεις μέσα στη βουρκοθάλασσα που εκτείνει και φουσκώνει την παλίρροιά της για να μας πνίξει. Φωνάζεις, αγόρι μου, μα οι φανφάρες, ο σάλαγος του εμπορίου, οι ύμνοι των σκουληκιών για τους χρυσοποίκιλτους σε απομονώνουν από την ακοή μας.  Κι ενώ η παλίρροια, αφρισμένη προχωρεί απειλητική, η «πόλη» σου αντιμετωπίζει τη συντέλειά της, βουτηγμένη στην ακολασία, την ψευτιά, τις βραβευμένες ακαθαρσίες, ανίκανη να περισώσει ακόμη και ιστορικά την αιδώ της.

 Σημεία  των καιρών που πρώτοι αντιλαμβάνονται, ποιος άλλος; οι ποιητές, όπως παλιά οι μεγάλοι ή οι απλοϊκοί προφήτες. Ποιος φταίει; Ίσως επιδεινώνει τη σύγχυση και τον κίνδυνο η ανισοσκελής πορεία του πνεύματος και της τεχνικής προόδου. Όταν την πτήση του πνεύματος αντικαθιστούν κουμπιά, κι όταν τις ικανότητες και του πιο προικισμένου από μας τις ξεπερνούν  καγχάζοντας τα ρομπότ, τι θέλουμε να προκύψει; Καλό;

Ο σύγχρονος «πολιτισμός» είναι το τέρας  που κατασπαράσσει, με τα δόντια μάλιστα της επιστήμης, το αληθιινό πνεύμα, τη φιλοσοφία, την ποίηση, κάθε έννοια ηθικής, τα όνειρα, την ελπίδα. Τι απομένει για τον ποιητή;  Προθέσεις απλώς που κι αυτές μολύνονται παρά την οργανική τους αντίσταση.  Μπροστά στα μάτια μας οργιάζει το κακό, γίνονται  ιστορικές καθιζήσεις και καταρρεύσεις. Δεν βρίσκετε, σεις οι νέοι, πού να σταθείτε.

Τουλάχιστον για μας τους μεσήλικες υπάρχει η παρηγοριά του τάφου.  Επαναστατήσαμε κι εμείς στην ηλικία σου, αντισταθήκαμε σε όλους τους πειρασμούς, πιάσαμε αξίνες οργισμένες.  Μα οι ναοί που φτιάξαμε κατάρρευσαν κι αυτοί και οι θεοί αποδείχτηκαν κοινοί τσαρλατάνοι. Παρόλο αυτό δεν θέλω να βάλω τελεία και παύλα στην αντίστασή μου.

Θα βρεθώ πλάι στο «δειλό παιδί» σου, «το απορημένο – μια χούφτα φως», και θα το μερώσω στη μητρική μου ποδιά. Ποτίζω αυτή τη στιγμή την ελπίδα σου,  άγνωστέ μου ποιητή, με τα δάκρυά μου.  Για «να γεννήσει επιτέλους η στείρα γης , το μέλλον».   Μα πότε;

Σ’ ευχαριστώ γιατί μού  ‘δωσες την ευκαιρία να δακρύσω με την αγωνία σου, και να σ’ αγαπήσω σαν μητέρα.

                                                              Ρίτα Μπούμη-Παπά